- αλόξυλο
- (haloxylo). Γένος θάμνων ή μικρών δέντρων της οικογένειας των χηνοποδιιδών. Είναι φυτά ιθαγενή της δυτικής Ευρώπης και της Ασίας, με στενά νηματοειδή φύλλα και πρασινωπά άνθη. Τα σπουδαιότερα είδη είναι το α. το σαλικόρνιο, μικρό δέντρο των αλμυρών ερήμων της Ινδίας, που οι τρυφεροί βλαστοί του αποτελούν τροφή για τις καμήλες και το α. το αμμόδενδρο, των ερήμων του Ιράν, όπου το ξύλο του χρησιμοποιείται για καύσιμη ύλη.
Dictionary of Greek. 2013.